Αρτέμιδα: Ζω εκεί που παρκάρεις για μπάνιο
Πάντα με κάνει να γελάω, εκείνη η αντίδραση. Η γκριμάτσα. Το ελαφρύ τράβηγμα του φρυδιού, το βλέμμα ανάμεικτο με συμπόνια και ελαφριά αμηχανία. Λες και μόλις τους είπα ότι ζω σε μια παράγκα δίπλα στη θάλασσα χωρίς ρεύμα.
Ή ότι δεν πιάνει Google Maps.
(ΟΚ, το ίντερνετ παίζει λίγο ή και καθόλου 🙃. Ειδικά γύρω απ’ το σούπερ μάρκετ Γέγος)
Και δεν ξέρω πια. Δεν είμαι σίγουρος αν το πιστεύω κι εγώ. Όχι επειδή το νιώθω, γιατί εγώ μια χαρά είμαι εδώ, αλλά γιατί το βλέπω στα μάτια των άλλων. Σε εκείνο το βλέμμα που δεν λέει ανοιχτά "εεε", αλλά κάτι παρόμοιο. Σαν να προσπαθούν να μου εξηγήσουν σιωπηλά ότι εδώ που ζω είναι λίγο... δεύτερης ταχύτητας.
Και αναρωτιέμαι: μήπως τελικά απέκτησα κι εγώ αυτό το μικρό κόμπλεξ; Όχι επειδή γεννήθηκε μέσα μου, αλλά επειδή το ακούω τόσο συχνά, που άρχισα να το κουβαλάω χωρίς να το καταλάβω;
Αλλά μετά έρχεται η Άνοιξη. Έρχεται η Πρωτομαγιά. Έρχεται το Πάσχα. Και ποιοι γεμίζουν την Αρτέμιδα; Ποιοι ψάχνουν τραπέζι στις ταβέρνες μας, πίνουν καφέ με τα πόδια στην άμμο και ανεβάζουν stories με φίλτρα “ευτυχίας”; Οι ίδιοι που πριν λίγες μέρες έλεγαν:
«Πωωω, εκεί μένεις;»
Και στο τέλος κάθε τέτοιας ημέρας, γυρίζοντας σπίτι, περνάω από τη Λεωφόρο Σπάτων.
Και τι βλέπω;
Ουρές. Φανάρια του Μπέκα τίγκα. Αμάξια μέχρι πίσω. Παράθυρα κατεβασμένα. Ήχοι GPS, παιδιά που γκρινιάζουν, και κάτι φωνές που λένε «άντε, του χρόνου να κάτσουμε παραπάνω».
Φεύγουν όλοι κουρασμένοι αλλά χαρούμενοι. Γεμάτοι ήλιο, φρέντο και ψαρομεζέ. Και ξέρω ότι κατά βάθος, για λίγες ώρες, δεν τους ένοιαξε αν είναι «μακριά». Τους έφτανε που ήταν ωραία.
Μένω Αρτέμιδα.
Ή Λούτσα, αν έτσι σου βγαίνει.
Δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Είναι απλώς ένα μέρος όπου η ερώτηση δεν είναι «σε ποιον όροφο;»,
αλλά «προς ποια παραλία;»
Εκεί που το GPS χάνει λίγο, αλλά εσύ τα βρίσκεις.
Μπορεί να μην είναι για όλους.
Αλλά είναι για μένα.
Η Αρτέμιδα μου.
Σχόλια